Ο έρωτας στον καιρό της γενοκτονίας: Οι πράξεις αγάπης και ηρωισμού συνεχίζονται εν μέσω της σφαγής του “Ισραήλ” στη Γάζα

Ο έρωτας στον καιρό της γενοκτονίας

Οι πράξεις αγάπης και ηρωισμού συνεχίζονται

εν μέσω της σφαγής του “Ισραήλ” στη Γάζα

Για εβδομάδες στη νότια Γάζα κατά τη διάρκεια μιας πρόσφατης επίσκεψης, συνέλεξα ιστορίες γυναικών που εισήχθησαν στο νοσοκομείο, η καθεμία από αυτές για να αναρρώσει από αυτό που αποκαλούν “τραύματα πολέμου”. Όμως δεν πρόκειται για πόλεμο, επειδή μόνο η μία πλευρά έχει πραγματικό στρατό. Μόνο η μία πλευρά είναι ένα κράτος με πλήρη στρατιωτικό εξοπλισμό.

Αυτά τα θύματα ήταν μητέρες, σύζυγοι και μωρά, των οποίων τα ελαφριά σώματα ήταν τρυπημένα, ακρωτηριασμένα, σπασμένα και καμένα. Τα βαθύτερα τραύματά τους δεν είναι ορατά, μέχρι να μιλήσουν ανοιχτά για τη ζωή τους τους τελευταίους πέντε μήνες.

Αρχικά, μεταφέρουν τις αδρές πινελιές: Μια βόμβα χτύπησε τα σπίτια τους, ανασύρθηκαν από τα συντρίμμια, είχαν σοβαρά τραύματα, μέλη της οικογένειάς τους δολοφονήθηκαν και η κατάσταση ήταν τρομερή. Αυτή είναι η έκταση των όσων έχουν πει ποτέ για τις αδιανόητες φρικαλεότητες που υπέστησαν και συνεχίζουν να υφίστανται.

Όμως, διερευνώ τις λεπτομέρειες. Τι κάνατε λίγο πριν; Ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που είδατε, το πρώτο πράγμα που ακούσατε; Πώς μύριζε; Ήταν σκοτεινά ή φωτεινά έξω;

Τις ωθώ να εστιάσουν στη μοριακή δομή κάθε γεγονότος – το χαλίκι στο στόμα, η σκόνη στους πνεύμονες, το βάρος κάποιου πράγματος, το ζεστό υγρό που τρέχει στην πλάτη, το στριμμένο δάχτυλο που το βλέπεις αλλά δεν το αισθάνεσαι, η στιγμή της συνειδητοποίησης, η αναμονή για να σωθείς και ο φόβος ότι δεν θα έρθει κανείς, το κουδούνισμα στα αυτιά, οι παράξενες σκέψεις, τα πράγματα που κινούνται και τα πράγματα που δεν μπορούν να κινηθούν, η προσδοκία του θανάτου και η ευχή να είναι γρήγορος, η λαχτάρα για ζωή.

Στους μήνες ή στις εβδομάδες που ένας από τους ισχυρότερους στρατούς του κόσμου είχε βάλει στο στόχαστρο τις ζωές τους, δεν είχαν ακόμη επισκεφθεί, πολύ περισσότερο δεν είχαν προφέρει λεκτικά τις λεπτομέρειες αυτής της γενοκτονίας. Καθώς τολμούν να ξεπεράσουν τα περιγράμματα των ιστοριών τους, τα μάτια τους σκοτεινιάζουν και μερικές φορές αρχίζουν να τρέμουν. Ο παραμικρός απροσδόκητος ήχος τις τρομάζει.

Τα δάκρυα λιμνάζουν και τα δάκρυα μπορεί να κυλήσουν, αλλά μόνο λίγες επιτρέπουν στον εαυτό τους να κλάψει. Λίγες αφήνουν τη φρίκη στο μυαλό τους να περάσει τις πύλες. Δεν πρόκειται για κάποια υπεράνθρωπη δύναμη. Ακριβώς το αντίθετο. Είναι κατά κάποιον τρόπο μουδιασμένες, σαν να μην έχουν ακόμη κατανοήσει το μέγεθος αυτού που έχουν υποστεί και συνεχίζουν να υπομένουν.

Jamila

Μια νεαρή μητέρα, η Τζαμίλα (όχι το πραγματικό της όνομα), έκλαψε για πρώτη φορά από τότε που κράτησε το άψυχο σώμα του εξάχρονου γιου της στο σκοτάδι, με τα δάχτυλά της να βυθίζονται κατά λάθος στον εγκέφαλό του. Είναι μία από τους λίγες που έκλαιγε με λυγμούς, παραδομένη στη μνήμη.

Η οικογένειά της είχε στοχοποιηθεί από πυρά τανκς, όχι από πύραυλο. Ένα μη επανδρωμένο αεροσκάφος, ίσως με αισθητήρες ευαίσθητους στη θερμότητα, σκέφτεται, αιωρούνταν έξω από το κτίριο, και οι βομβαρδισμοί τις ακολουθούσαν καθώς έτρεχαν από τη μια πλευρά του διαμερίσματός τους στην άλλη, χωρίς να μπορούν να βγουν.

Ήταν σίγουρη ότι κάποιος πίσω από ένα παραβάν έπαιζε μαζί τους πριν της δώσει ένα τελευταίο χτύπημα που διαπέρασε και το αγόρι και τραυμάτισε τον πατέρα του. Ο κόσμος σιώπησε μετά από αυτό. Τα πυρά των τανκς σταμάτησαν, “σαν να είχαν έρθει μόνο για να σκοτώσουν τον αγαπημένο μου γιο”, είπε.

Δεν έκλαψε τότε. Στην πραγματικότητα, δεν έβγαλε άχνα. “Ο σύζυγός μου ανησύχησε και μου είπε να κλάψω, αλλά δεν το έκανα. Δεν ξέρω γιατί”, είπε.

Δύο εβδομάδες αργότερα, αφού διέφευγαν από μέρος σε μέρος, ένας Ισραηλινός στρατιώτης πυροβόλησε την τρίχρονη κόρη της Νουρ στην αγκαλιά της, συντρίβοντας και τα δύο μικροσκοπικά της πόδια, καθώς κρύβονταν τρομοκρατημένες μέσα σε ένα νοσοκομείο που νόμιζαν ότι θα ήταν ασφαλές.

Όταν συνάντησα τη μικρή Νουρ, είχε μεταλλικές ράβδους να εξέχουν από τις μικροσκοπικές κνήμες της, με μια μακριά ουλή να διατρέχει το μήκος της δεξιάς γάμπας της, όπου είχε βγει η σφαίρα. Οι γιατροί της είχαν δώσει εξιτήριο μέρες πριν, αλλά επέτρεψαν σ’ αυτήν και τη μητέρα της Jamila να μείνουν λίγες μέρες ακόμα μέχρι να μπορέσουν να εξασφαλίσουν κάπου μια σκηνή.

Ο σύζυγος της Τζαμίλα, ο οποίος μετά βίας μπορεί να περπατήσει από τα τραύματά του, ζει σε μια σκηνή με μια ομάδα ανδρών και το μόνο που καταφέρνει είναι να εξασφαλίζει πενιχρό φαγητό και νερό κάθε μέρα. Την επισκέφθηκε μια φορά όσο ήμουν εκεί, αφού κατάφερε να εξοικονομήσει 10 σέκελ (περίπου 3 δολάρια) για τη μετακίνηση και ένα μικρό δώρο για την κόρη του.

Η επίδειξη της παραμικρής σωματικής οικειότητας μεταξύ ερωτευμένων είναι ιδιωτικό θέμα στη Γάζα, αλλά δεν υπάρχει ιδιωτικότητα σε ένα νοσοκομείο όπου 40 ασθενείς και οι φροντιστές τους μοιράζονται ένα μόνο δωμάτιο, με σειρές κρεβατιών στριμωγμένα από τη μία άκρη στην άλλη και χώρο αρκετό μόνο για περπάτημα ανάμεσά τους.

Η Τζαμίλα ήταν ενθουσιασμένη που πέρασε μια ώρα με τον σύζυγό της μετά από πάνω από ένα μήνα που δεν τον έβλεπε ούτε τον άκουγε (το τηλέφωνό της είχε καταστραφεί από τους βομβαρδισμούς). Αλλά μου είπε αργότερα ότι θα ήθελε να τον αγκαλιάσει, ίσως και να τον φιλήσει στο μάγουλο. “Υποφέρει τόσο πολύ”, είπε, κουβαλώντας τον πόνο του μαζί με τον δικό της και τον πόνο ενός ολόκληρου λαού στους μικρούς της ώμους.

Nina

Η Νίνα (όχι το πραγματικό της όνομα) έχει ένα αφοπλιστικό χαμόγελο και μια διαχυτική γενναιοδωρία. Είναι πρόθυμη να μου πει πώς έσωσε τον σύζυγό της από τα νύχια των ισραηλινών στρατιωτών.

Ήταν παντρεμένη μόλις ένα χρόνο όταν οι ισραηλινοί βομβαρδισμοί κοντά στο σπίτι τους εντάθηκαν. Οι ηχογραφήσεις που έχουν αναρτηθεί στο διαδίκτυο από κάποιες από εκείνες τις νύχτες είναι αδιανόητες. Ένας στρατός από δράκους που ποδοπατούν και καίνε τα πάντα γύρω τους, τραντάζοντας τα κτίρια τους, σπάζοντας τα τζάμια, τρομοκρατώντας μικρούς και μεγάλους – βροντές και σεισμοί, δαίμονες από πάνω και κάτω που πλησιάζουν.

Ο σύζυγος της Νίνας Χαμάντ (επίσης δεν είναι το πραγματικό του όνομα) πήρε την απόφαση να φύγει μαζί με αρκετά μέλη της οικογένειάς του -τους γονείς του, τους θείους του, τις θείες του, τις συζύγους και τα παιδιά τους- και μερικούς από τους γείτονές τους. Μαζί ήταν περίπου 75 άτομα, που μετακινούνταν από πόλη σε πόλη, χωρίς να μπορούν να βρουν ένα ασφαλές μέρος για να καταφύγουν για περισσότερες από λίγες ημέρες κάθε φορά.

Μέσα σε μια εβδομάδα από την αναχώρησή της, η Νίνα έμαθε ότι το σπίτι της οικογένειάς της είχε βομβαρδιστεί. Την ίδια ακριβώς στιγμή, με το πάτημα ενός κουμπιού από κάποιον 20χρονο Ισραηλινό, 80 μέλη της οικογένειάς της δολοφονήθηκαν – πατέρας, αδέλφια, θείες, θείοι, ξαδέλφια, παππούδες και γιαγιάδες, ανιψιές και ανηψιοί.

Αρχικά της είπαν ότι η μητέρα της είχε πεθάνει, αλλά ευτυχώς αποδείχθηκε ότι είχε επιβιώσει. Ήταν βαριά τραυματισμένη και μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο, όπου η Νίνα είχε γίνει η αγαπημένη της φροντίστρια. Έτσι γνώρισα αυτή την εξαιρετική νεαρή γυναίκα.

Η Νίνα, ο σύζυγός της και η υπόλοιπη ομάδα έκαναν τελικά μια προσωρινή στάση στην Πόλη της Γάζας, απ’ όπου μετακινήθηκαν κατά μήκος περιφραγμένων τοίχων για να φτάσουν σε ένα καταφύγιο. Πήγαιναν ένας-ένας, μία-μία, με τη λογική ότι αν το “Ισραήλ” τους πυροβολούσε, δεν θα πέθαιναν όλοι. Το να χάσουν έναν ή μία ήταν καλύτερο από το να χάσουν 75 ταυτόχρονα.

Πράγματι, ένας άνθρωπος πυροβολήθηκε από ελεύθερο σκοπευτή ενώ σχεδόν οι μισοί από αυτούς τα κατάφεραν, χωρίζοντας την ομάδα για λίγο, μέχρι να βρουν και πάλι το κουράγιο να τρέξουν, και πάλι ένας-ένας, μία-μία. Τα παιδιά χωρίστηκαν από τους γονείς. Το να σκοτωθεί η μισή οικογένεια είναι καλύτερο από το να σκοτωθεί όλη. Τέτοιες ήταν οι επιλογές που έπρεπε να κάνουν, όχι σε αντίθεση με την “Εκλογή της Σόφι”*.

Σε λίγο, το καταφύγιό τους περικυκλώθηκε από τανκς. Ένα “τετρακόπτερο” – μια νέα εφεύρεση της ισραηλινής τρομοκρατίας – πέταξε μέσα στα δωμάτια, κατατρυπώντας τους τοίχους πάνω από τα κεφάλια τους με σφαίρες. Όλοι ούρλιαζαν και έκλαιγαν, “ακόμη και οι άνδρες”, είπε η Νίνα. “Μου ράγισε η καρδιά να βλέπω τους δυνατούς άνδρες της οικογένειάς μας να σκύβουν από φόβο έτσι”.

Τελικά, μπήκαν στρατιώτες. “Τουλάχιστον 80 από αυτούς”, είπε η ίδια. Χώρισαν τους άνδρες από τις γυναίκες και τα παιδιά, αφήνοντας τους πρώτους μόνο με τα μποξεράκια τους μέσα στο καταχείμωνο. Οι γυναίκες και τα παιδιά στριμώχτηκαν σε μια μικρή αποθήκη, οι άνδρες χωρίστηκαν σε δύο αίθουσες διδασκαλίας. Για τρεις νύχτες και τέσσερις ημέρες, άκουγαν τις κραυγές των συζύγων, των πατεράδων και των αδελφών τους που ξυλοκοπούνταν και βασανίζονταν στα άλλα δωμάτια, μέχρι που τελικά οι στρατιώτες διέταξαν τις γυναίκες, σε σπαστά αραβικά, να πάρουν τα παιδιά τους και να “πάνε νότια”.

Όλες οι γυναίκες συμμορφώθηκαν, εκτός από τη Νίνα. “Δεν με ένοιαζε πια. Ήμουν έτοιμη να πεθάνω, αλλά δεν επρόκειτο να φύγω χωρίς τον σύζυγό μου”. Έτρεξε στα δωμάτια όπου κρατούνταν οι άνδρες, φωνάζοντας το όνομα του Χαμάντ. Κανείς δεν τόλμησε να απαντήσει. Ήταν σκοτεινά και οι στρατιώτες την τραβούσαν μακριά. Τους αντιστάθηκε καθώς γελούσαν, φαινομενικά διασκεδάζοντας με την υστερία της. “Τρελή”, την αποκάλεσαν.

Αναγνώρισε το κόκκινο μποξεράκι του συζύγου της στο δεύτερο δωμάτιο και έτρεξε προς το μέρος του, του έβγαλε το μαντήλι από τα μάτια, τον φίλησε, τον αγκάλιασε, υποσχόμενη να πεθάνει μαζί του αν χρειαζόταν. Οι κατάρες της προς τους στρατιώτες εναλλάσσονταν με τις ικεσίες της να απελευθερώσουν τον σύζυγό της. Τελικά, έκοψαν τα πλαστικά δεσμά και τον άφησαν να φύγει.

Αλλά εκείνη δεν είχε τελειώσει. Καθώς ο Χαμάντ απομακρυνόταν, γύρισε μέσα για να μαζέψει ρούχα για εκείνον και για τους θείους της που κάθονταν γυμνοί στο κρύο. Δεν θα τους άφηναν ακόμα ελεύθερους για εβδομάδες. Κάποιοι από αυτούς τους άνδρες θα εκτελούνταν.

Αυτή και ο Χαμάντ τα κατάφεραν να βγουν μαζί. Όταν τελικά έφτασαν σε κάποιο ασφαλές μέρος, συνειδητοποίησαν ότι το πόδι του είχε σπάσει, οι καρποί του ήταν κομμένοι από τα πλαστικά δεσμά και η πλάτη του έφερε το αστέρι του Δαβίδ.

Ανάμεσα στις κραυγές που είχε ακούσει η Νίνα τις προηγούμενες ημέρες ήταν και του συζύγου της, καθώς ένας στρατιώτης χρησιμοποιούσε ένα μαχαίρι για να χαράξει το εβραϊκό σύμβολο στην πλάτη του.

Susan Abulhawa, Παλαιστίνια συγγραφέας

AJ, 12 Μαρτίου 2024

*Η Εκλογή της Σόφι (Αγγλ. Sophie’s Choice) είναι δραματική ταινία παραγωγής 1982, σε σκηνοθεσία Άλαν Τζέι Πάκουλα. Η ταινία που έχει ως πρωταγωνιστές τη Μέριλ Στριπ, τον Κέβιν Κλάιν και τον Πίτερ Μακ Νίκολ είναι βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Γουίλιαμ Στάιρον με θέμα τη ζωή μιας Πολωνέζας επιζήσασας του Ολοκαυτώματος.

Be the first to comment

Leave a Reply

Your email address will not be published.


*