Τον πήραν από το σπίτι του υγιή. Επέστρεψε και περιμένει το θάνατό του
Ο Φαρούκ Ίσα, 30 ετών, συνελήφθη από τις ισραηλινές δυνάμεις και τέθηκε υπό διοικητική κράτηση ως ένας υγιής νέος άνδρας. Αλλά τέσσερις μήνες αργότερα, επέστρεψε ένα φάντασμα του εαυτού του και οι γιατροί λένε ότι έχει μόλις λίγες ημέρες ζωής. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη φυλακή, ο Farouq ξυλοκοπήθηκε από τους ισραηλινούς δεσμοφύλακες και αρρώστησε βαριά. Αργότερα διαγνώστηκε με καρκίνο του στομάχου σε τελικό στάδιο. (Βλ. πρώτη φωτογραφία).
Την Τετάρτη, 20 Δεκεμβρίου 2023, άρχισε να κυκλοφορεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μια φωτογραφία που προκάλεσε θλίψη, οργή και φόβο στους Παλαιστίνιους. Ήταν μια σύγκριση του 30χρονου Farouq Ahmad Issa, πριν και μετά την παραμονή του στις ισραηλινές φυλακές. Η φωτογραφία “πριν” δείχνει έναν χαμογελαστό Farouq, έναν υγιή 30χρονο άνδρα. Η φωτογραφία “μετά” δείχνει έναν πονεμένο, αδυνατισμένο και λιπόσαρκο άνδρα, που έχει καταντήσει δέρμα και κόκαλα, ξαπλωμένο σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου να τον χαϊδεύει η μητέρα του.
Η αρχική ανάρτηση που μοιράστηκε το Quds News Network είχε πάνω από 8 εκατομμύρια προβολές. Πολλοί άνθρωποι στην πλατφόρμα συνέκριναν την εικόνα του Φαρούκ με εκείνες των Εβραίων κρατουμένων που λιμοκτονούσαν και βασανίζονταν στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος. Πολλοί αναρωτήθηκαν τι προκάλεσε μια τόσο σοβαρή επιδείνωση της κατάστασης του Φαρούκ. Ήταν τα βασανιστήρια; Η πείνα; Ιατρική αμέλεια; Όλες αυτές οι τακτικές έχουν αναφερθεί ευρέως από ομάδες ανθρωπίνων δικαιωμάτων και Παλαιστίνιους που απελευθερώθηκαν πρόσφατα.
Σύμφωνα με την οικογένειά του, ο Φαρούκ υπέστη τα πάντα: ξυλοδαρμούς, στέρηση τροφής και ιατρική παραμέληση. Η ιατρική παραμέληση, ωστόσο, ήταν αυτή που οδήγησε τον Φαρούκ εκεί που βρίσκεται τώρα. Λαμβάνει παρηγορητική φροντίδα σε νοσοκομείο της Ραμάλα, περιμένοντας τον θάνατο να χτυπήσει την πόρτα του.
“Ακόμα δεν μπορούμε πραγματικά να επεξεργαστούμε ή να καταλάβουμε πώς φτάσαμε εδώ“, δήλωσε στο σάιτ Mondoweiss ο Husam Issa, 33 ετών, ο μεγαλύτερος αδελφός του Farouq. “Είμαστε σοκαρισμένοι και συντετριμμένοι. Οι γιατροί μας είπαν ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο από το να προσευχηθούμε για έλεος από τον Θεό“.
Ο Farouq, κάτοικος του χωριού Αμπού Σκεϊντίμ στην περιοχή της Ραμάλα στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη, συνελήφθη στα τέλη Αυγούστου από τον ισραηλινό στρατό. Η σύλληψη αποτέλεσε σοκ για την οικογένεια, η οποία μόλις δύο μήνες πριν είχε πάρει τον Φαρούκ πίσω στο σπίτι του, αφού είχε συμπληρώσει τετραετή ποινή σε ισραηλινή φυλακή.
Ο Φαρούκ καταδικάστηκε από ισραηλινό στρατοδικείο σε έξι μήνες διοικητικής κράτησης, μια πολιτική που επιτρέπει στο Ισραήλ να φυλακίζει Παλαιστίνιους επ’ αόριστον χωρίς κατηγορία ή δίκη. Η πολιτική αυτή χρησιμοποιείται συχνά από το Ισραήλ ως όπλο εναντίον πρώην κρατουμένων όπως ο Φαρούκ προκειμένου να τους συλλαμβάνουν κατ’ επανάληψη και να τους στέλνουν στη φυλακή με κλειστούς φακέλους “μυστικών στοιχείων”. Εν ολίγοις, ούτε ο Farouq ούτε η οικογένειά του ενημερώθηκαν γιατί συνελήφθη και μπήκε ξανά στη φυλακή για άλλους έξι μήνες.
“Για τον πρώτο περίπου μήνα της κράτησής του, απ’ όσο γνωρίζαμε, τα πράγματα ήταν εντάξει. Ο δικηγόρος του ήταν σε επαφή μαζί του και από άποψη υγείας, όλα ήταν καλά“, δήλωσε ο Husam. Αλλά στις 7 Οκτωβρίου, όλα άλλαξαν.
Το Ισραήλ άρχισε να ασκεί μια βάρβαρη πολιτική στους Παλαιστίνιους παντού, ακόμη και μέσα στις ισραηλινές φυλακές. Οι ισραηλινές αρχές των φυλακών πραγματοποίησαν εκτεταμένες επιδρομές, μεταφέροντας κρατούμενους, κατάσχοντας τα προσωπικά τους αντικείμενα, περιορίζοντας την πρόσληψη τροφής και αποκλείοντάς τους από τον έξω κόσμο. Αυτό σήμαινε ότι δεν υπήρχαν τηλεοράσεις για να παρακολουθήσουν τις ειδήσεις, δεν υπήρχαν επισκέψεις δικηγόρων και οικογενειών.
“Ξαφνικά, σταματήσαμε να ακούμε νέα από τον Φαρούκ και τον δικηγόρο του. Κανείς δεν μπορούσε να τον επισκεφθεί ή έστω να του μιλήσει. Αλλά απ’ όσο γνωρίζαμε, όλα ήταν καλά“, δήλωσε ο Husam. Στα τέλη Νοεμβρίου, αφού δεν είχαν νέα του Φαρούκ για περισσότερο από ένα μήνα, η οικογένειά του δέχτηκε ένα χτύπημα στην πόρτα τους. Ήταν ένας νεαρός άνδρας από την περιοχή, πρόσφατα αποφυλακισμένος, ο οποίος είχε επείγοντα νέα για τον Φαρούκ.
“Ξέρετε τι συμβαίνει στον αδελφό σας;” είπε ο Χουσάμ, επαναλαμβάνοντας την πρώτη ερώτηση που του έκανε ο νεαρός, ο οποίος είπε ότι ήταν στην ίδια φυλακή με τον Φαρούκ πριν αποφυλακιστεί. “Όταν του είπαμε ότι δεν ξέρουμε για τι πράγμα μιλάει, μας είπε ότι ο αδελφός μας πεθαίνει. Και έπρεπε να τον σώσουμε πριν να είναι πολύ αργά“, δήλωσε ο Χουσάμ.
Μέσα από τις πληροφορίες που έγιναν γνωστές από τον νεαρό, καθώς και από τον Φαρούκ μετά την απελευθέρωσή του, η οικογένεια κατάφερε να συνθέσει τα κομμάτια του τι του συνέβη. Μετά την 7η Οκτωβρίου, οι ισραηλινές αρχές των φυλακών άρχισαν να πραγματοποιούν συχνές και αυθαίρετες μεταγωγές – μια συνήθης τακτική συλλογικής τιμωρίας που χρησιμοποιείται κατά των Παλαιστινίων κρατουμένων, με σκοπό να τους κουράσει ψυχικά και σωματικά, διαλύοντας τυχόν πολιτικές ομάδες που οργανώνονται στη φυλακή, χωρίζοντας τους κρατουμένους από συγκρατούμενους με μεγαλύτερες ποινές με τους οποίους μπορεί να έχουν δημιουργήσει δεσμούς και υποβάλλοντάς τους σε επίπονες μετακινήσεις μεταξύ των φυλακών.
Κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας μεταφοράς κρατουμένων από τη φυλακή Ofer στη φυλακή Nafha στη Ραμάλα, που βρίσκεται στην έρημο Νακάμπ, ο Farouq ξυλοκοπήθηκε άσχημα από ισραηλινούς δεσμοφύλακες μαζί με πολλούς άλλους Παλαιστίνιους κρατούμενους. Σύμφωνα με τον Χουσάμ, ένας Ισραηλινός δεσμοφύλακας χτύπησε με δύναμη τον Φαρούκ στο στομάχι με ένα μεγάλο σιδερένιο γκλομπ, όπως το περιέγραψε.
Δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε που ο Farouq άρχισε να αντιμετωπίζει μια σειρά από συμπτώματα, όπως έντονο κοιλιακό άλγος και πρήξιμο στο στομάχι. Όταν ο Φαρούκ ζήτησε ιατρική περίθαλψη, του αρνήθηκαν και αντ’ αυτού οι ισραηλινοί φρουροί τον έριξαν στην απομόνωση, όπου υποβλήθηκε σε στέρηση ύπνου και τροφής. Η κατάσταση του Farouq συνέχισε να επιδεινώνεται, με το στομάχι του να διογκώνεται σε “μέγεθος καρπουζιού”. Παρουσίαζε αδυναμία, εμετό και ατονία, δεν μπορούσε να κάνει κένωση για αρκετές εβδομάδες. Ο Φαρούκ άρχισε να χάνει βάρος με ταχείς ρυθμούς, με την οικογένειά του να λέει ότι έχασε περισσότερα από 30 κιλά μέσα σε ένα μήνα.
Με την υγεία του να επιδεινώνεται σοβαρά, μεταφέρθηκε στην κλινική των φυλακών Ramleh, μια ισραηλινή κλινική φυλακών διαβόητη για την ιατρική παραμέληση των ασθενών Παλαιστίνιων κρατουμένων. Εκεί, του χορηγήθηκε θεραπεία με παυσίπονα. Χωρίς πραγματική ιατρική φροντίδα για την αντιμετώπιση των σοβαρών παθήσεών του, η υγεία του συνέχισε να επιδεινώνεται. Τελικά, η κατάσταση του Farouq έγινε τόσο σοβαρή που εισήχθη σε ένα ισραηλινό νοσοκομείο, το Ιατρικό Κέντρο Soroka, στις 29 Νοεμβρίου. Για αρκετές ημέρες, υποβλήθηκε σε διάφορες εξετάσεις. Μια εβδομάδα αργότερα, διαγνώστηκε με καρκίνο του στομάχου σε τελικό στάδιο και άρχισε να λαμβάνει μια σειρά από ενδοφλέβια φάρμακα για να μειωθούν οι πόνοι. Μια εβδομάδα αφότου έλαβε τη διάγνωσή του, μεταφέρθηκε πίσω στην επιτήρηση των γιατρών της Ισραηλινής Υπηρεσίας Φυλακών (IPS).
Κατά τη διάρκεια όλης αυτής της δοκιμασίας, η οικογένεια του Farouq δεν γνώριζε τι του συνέβαινε και ότι διαγνώστηκε από Ισραηλινούς γιατρούς με καρκίνο σε τελικό στάδιο.
“Δεν είχαμε ακόμη καμία πληροφορία γι’ αυτόν, αλλά κάθε μέρα, αφού ο νεαρός μας επισκέφθηκε για να μας πει για την κατάσταση του Φαρούκ, κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να προσπαθήσουμε να τον βρούμε ή να λάβουμε οποιαδήποτε πληροφορία γι’ αυτόν“, δήλωσε ο Χουσάμ. “Επικοινωνήσαμε με όλους. Ομάδες ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ομάδες κρατουμένων, δικηγόρους, αξιωματούχους της Παλαιστινιακής Αρχής – όλους. Απλά για να προσπαθήσουμε να βρούμε κάποιον που να μπορεί να τον επισκεφθεί και να εκτιμήσει την κατάστασή του“.
Σύμφωνα με τον Husam, κάθε έκκληση από όλες τις οργανώσεις, τους αξιωματούχους και τους δικηγόρους που επικοινώνησαν με την IPS για λογαριασμό της οικογένειας απορρίφθηκε. Μετά από σχεδόν ένα μήνα προσπαθειών να λάβουν οποιαδήποτε πληροφορία για τον Φαρούκ, η οικογένεια έλαβε ένα τηλεφώνημα από τον δικηγόρο τους στις 20 Δεκεμβρίου, λέγοντας ότι ενημερώθηκε από την IPS ότι θα μπορούσε να επισκεφθεί τον Φαρούκ στη φυλακή.
“Ανακουφιστήκαμε, αλλά μόλις μία ώρα αργότερα, λάβαμε άλλο ένα τηλεφώνημα που έλεγε ότι ο Farouq θα αποβιβαζόταν στο σημείο ελέγχου Nil’in κοντά στη Ραμάλα και ότι θα έπρεπε να πάμε να τον παραλάβουμε“, δήλωσε ο Husam. “Σοκαριστήκαμε και μπερδευτήκαμε επειδή ο Φαρούκ είχε ακόμη δύο μήνες διοικητικής κράτησης. Και το Ισραήλ δεν απελευθερώνει έτσι απλά κανέναν“, είπε ο Husam, προσθέτοντας ότι η οικογένεια έσπευσε στο σημείο ελέγχου, φοβούμενη για την κατάσταση στην οποία θα έβρισκαν τον γιο τους.
Οι χειρότεροι φόβοι τους επιβεβαιώθηκαν όταν είδαν τον Φαρούκ να τους πλησιάζει. “Δεν τον αναγνωρίσαμε. Ήμασταν εντελώς σοκαρισμένοι. Ήταν ένα τρομακτικό θέαμα. Έμοιαζε με δέρμα και κόκαλα“, αφηγήθηκε ο Χουσάμ.
Η οικογένεια μετέφερε τον Φαρούκ σε νοσοκομείο στη Ραμάλα, όπου οι γιατροί έκαναν μια σειρά από εξετάσεις για να επιβεβαιώσουν τη διάγνωση που είχαν κάνει οι Ισραηλινοί γιατροί: Ο Φαρούκ είχε καρκίνο στο στομάχι σε τελικό στάδιο, ο οποίος εξαπλωνόταν και σε άλλα μέρη του σώματός του. Δεν του είχε απομείνει πολύς χρόνος και το μόνο που μπορούσε να κάνει η οικογένεια ήταν να του παρέχει παρηγορητική φροντίδα.
“Δεν μπορώ να το πιστέψω. Τώρα απλά περιμένουμε να πεθάνει“, δήλωσε ο Husam, εκφράζοντας το σοκ της οικογένειάς του. “Όταν μας άφησε ο Φαρούκ, ήταν απόλυτα υγιής. Όταν επέστρεψε, ήταν σαν φάντασμα“.
Η οικογένεια είναι σίγουρη για το ποιος ήταν ο ρόλος που έπαιξαν οι ξυλοδαρμοί που υπέστη ο Φαρούκ στις ισραηλινές φυλακές και για το ότι η ιατρική παραμέληση που αντιμετώπισε επιδείνωσε την κατάσταση της υγείας του.
“Επί εβδομάδες, ο Φαρούκ παραπονιόταν για τους πόνους του, αλλά δεν έκαναν τίποτα. Περίμεναν μέχρι να χειροτερέψει τόσο πολύ που δεν είχαν άλλη επιλογή από το να τον πάνε στο νοσοκομείο“, δήλωσε ο Husam. “Οι Ισραηλινοί δεν του έδωσαν την ευκαιρία για θεραπεία. Επίσης, δεν του έδωσαν την ευκαιρία να ενημερώσει την οικογένειά του, ούτε μας ενημέρωσαν οι ίδιοι“, συνέχισε. “Πρόκειται για έγκλημα – αυτό που έκαναν σε εκείνον και σε εμάς, την οικογένειά του. Αν δεν ήταν ο συγκρατούμενός του που αποφυλακίστηκε, δεν θα ξέραμε τίποτα για τον Φαρούκ. Ίσως θα είχε πεθάνει στη φυλακή και δεν θα το ξέραμε μέχρι που θα ήταν πολύ αργά“.
Αν και είναι πολύ αργά για τον αδελφό του, ο Husam ελπίζει ότι οι φωτογραφίες του Φαρούκ θα προκαλέσουν κάποια αντίδραση στους ανθρώπους. “Ελπίζω ότι ο κόσμος βλέποντας αυτές τις φωτογραφίες του Φαρούκ, θα κινητοποιηθεί, θα αναλάβει δράση για τους Παλαιστίνιους κρατούμενους. Κοιτάξτε τον Φαρούκ πριν και μετά. Κοιτάξτε αυτό το έγκλημα. Δεν μπορώ να το κατανοήσω“, είπε, συγκρίνοντας τη μεταχείριση των Παλαιστινίων κρατουμένων από το Ισραήλ με τη μεταχείριση των Εβραίων θυμάτων των Ναζί κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος.
“Ο κόσμος πρέπει να ανοίξει τα μάτια του. Κοιτάξτε τι συμβαίνει στους κρατουμένους μας. Δεν μπορείτε να το αγνοείτε“, είπε. “Δεν θέλουμε οι άνθρωποί μας να επιστρέφουν από τη φυλακή μέσα σε φέρετρα. Θέλουμε να επιστρέφουν ζωντανοί και υγιείς. Αυτό είναι το δικαίωμά μας και αυτό είναι και το δικαίωμά τους”.
Η Israa Jaabis για την απελευθέρωσή της από την ισραηλινή φυλακή
Η μεγαλύτερη ανησυχία της 38χρονης Ισράα Τζαάμπις, όταν αποφυλακίστηκε από τη φυλακή για τις γυναίκες Παλαιστίνιες κρατούμενες Χασαρόν, ήταν ο τρόπος που θα γίνει δεκτή πίσω στην κοινότητά της.
Η Τζαάμπις πάσχει από εγκαύματα πρώτου και τρίτου βαθμού στο 60% του σώματός της και οκτώ από τα δάχτυλά της ακρωτηριάστηκαν όταν το αυτοκίνητό της έπιασε φωτιά 500 μέτρα από το ισραηλινό σημείο ελέγχου Αλ Τζαγίμ στην κατεχόμενη Ιερουσαλήμ τον Οκτώβριο του 2015. Κατηγορήθηκε από το Ισραήλ για απόπειρα δολοφονίας όταν συνέβη το περιστατικό, κατηγορία την οποία αρνήθηκε.
Δεν μπορεί να σηκώσει τα χέρια της μέχρι επάνω, επειδή το δέρμα της μασχάλης της έχει συρρικνωθεί, και το δεξί της αυτί έχει εξαφανιστεί σχεδόν εντελώς. Ζει σε μια κατάσταση διαρκούς πόνου και πρέπει να αναπνέει από το στόμα λόγω μιας τρύπας που ανοίγει στη μία πλευρά της μύτης της.
Ο Ουμπάι, από τους τελευταίους Παλαιστίνιους κρατούμενους που απελευθέρωσε το Ισραήλ
Ο Ubai Youssef Abu Maria είναι 18 ετών, ζει βόρεια της Χεβρώνας και έχει ήδη συλληφθεί έξι φορές από τις ισραηλινές δυνάμεις. Άλλοτε τον κρατούσαν για μέρες, άλλοτε για ώρες. Την πρώτη φορά, ήταν 14 ετών και κρατήθηκε για 15 ημέρες.
Ένα χρόνο αργότερα, όταν ήταν μόλις 15 ετών, συνελήφθη ξανά και κρατήθηκε για εννέα μήνες. Η τελευταία φορά που τον προσήγαγαν ήταν στις 8 Οκτωβρίου και του είπαν ότι θα παραμείνει υπό διοικητική κράτηση, ένα σχεδόν άτυπο καθεστώς που φαινομενικά διαρκεί έξι μήνες, αλλά συχνά ανανεώνεται ξανά και ξανά, χωρίς ποτέ να απαγγέλλονται κατηγορίες ή να δικάζεται ο κρατούμενος. Κάθε φορά, οι γονείς του παρακολουθούσαν και περίμεναν, ανησυχώντας για τον γιο τους.
Τότε κηρύχθηκε “ανθρωπιστική παύση” μεταξύ του Ισραήλ και της Χαμάς, με την ανταλλαγή αιχμαλώτων με κρατούμενους ως μέρος της συμφωνίας – η ελπίδα σήκωσε κεφάλι και οι γονείς του Ubai, Φιντάα και Γιούσεφ, άρχισαν να ετοιμάζονται, σε περίπτωση που ο γιος τους απελευθερωνόταν.
Τελικά απελευθερώθηκε, στην έβδομη και τελευταία παρτίδα Παλαιστίνιων κρατουμένων που απελευθερώθηκαν από τις ισραηλινές φυλακές. Κουρασμένος αλλά ανακουφισμένος, ο έφηβος είναι ικανοποιημένος που μπορεί να συνεχίσει τη θεραπεία για να σώσει το χέρι του και να κυνηγήσει ξανά τα όνειρά του για το μέλλον.
Το πρώτο πρωινό της ελευθερίας του μετά την αποφυλάκισή του από τις ισραηλινές φυλακές, ο Ubai Youssef Abu Maria περιπλανήθηκε στο σπίτι του, ελέγχοντας τους γονείς του, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί ότι όλοι ήταν εκεί. Ενώ το σώμα του ήταν κουρασμένο, ήταν τόσο χαρούμενος που βρισκόταν στο σπίτι που κατάφερε να κοιμηθεί μόνο δύο ώρες πριν πάει στο δωμάτιο των γονιών του και τους ξυπνήσει. Φυλακίστηκε χωρίς να του απαγγελθούν κατηγορίες.
Μόνο μισοαστειευόμενος, ζήτησε από τη μητέρα του Fidaa, 38 ετών, να του φτιάξει ένα πρωινό που ονειρευόταν από τις 7 Οκτωβρίου – qalayet banadora, ένα πικάντικο τηγάνι με φρέσκες ντομάτες σιγοβρασμένο με καυτερές παλαιστινιακές πιπεριές τσίλι. Καθώς έτρωγε, ο Ubai είπε στη μητέρα του ότι τους τελευταίους δύο μήνες δεν είχε φάει τίποτα που να μην είχε απαίσια γεύση. Στη συνέχεια, πήγε στο κουρείο για να περιποιηθεί τα “άγρια” μαλλιά του που ήταν απεριποίητα για δύο μήνες και επέστρεψε νιώθοντας λίγο πιο φυσιολογικός. ‘Είδα την ευτυχία στα μάτια του πατέρα μου‘, είπε.
Συλλήψεις, ξυλοδαρμοί και εξευτελισμός, αλλά “καμία σαφής ερώτηση” από τις ισραηλινές δυνάμεις
Ο Μουτζαχέντ Ζαχράν, 20 ετών, ο οποίος ήταν ανάμεσα στους περισσότερους από 30 Παλαιστίνιους που συνελήφθησαν από τις ισραηλινές δυνάμεις στο Ντέιρ Αμπού Μεσάαλ, βορειοδυτικά της Ραμάλα, λέει ότι του έδεσαν τα μάτια και τον ανάγκασαν να μπει σε ένα SUV όταν ξεκίνησαν οι ξυλοδαρμοί.
“Άρχισαν να με εκφοβίζουν, λέγοντάς μου ότι είμαι μέλος της Χαμάς“, δήλωσε. “Υπήρχε ένας στρατιώτης που με χτυπούσε στους τοίχους αρκετές φορές, και μου είχαν δέσει τα μάτια, οπότε δεν είχα επίγνωση του τι ακριβώς συνέβαινε. Μας εξευτέλιζαν επίσης“, είπε, αναφερόμενος στην ομάδα των Παλαιστινίων που κρατούνταν σε ένα δωμάτιο. “Έρχονταν και στέκονταν μπροστά μου και άρχιζαν να γελούν. Προσπάθησαν επίσης να με κάψουν με ένα τσιγάρο. Δεν υπήρχαν σαφείς ερωτήσεις. Δεν καταλαβαίναμε τι ακριβώς ήθελαν. Ήταν απλώς πρόκληση”.
Η μητέρα του Ουμ Χουτχάιφα δήλωσε ότι οι ισραηλινές δυνάμεις είχαν λεηλατήσει το σπίτι τους, βανδαλίζοντας και καταστρέφοντας “τα πάντα”. “Έσπασαν τα παράθυρα, τους καθρέφτες, τις τζαμαρίες. Τα πάντα έχουν καταστραφεί και υποστεί ζημιές, προσπαθούμε να καθαρίσουμε από το πρωί“, είπε, προσθέτοντας ότι οι στρατιώτες είχαν αδειάσει το ελαιόλαδο, τα μπαχαρικά και το αλεύρι στο πάτωμα.
“Ήθελαν απλώς να μας προκαλέσουν. Είναι σαν να ήθελαν να έρθουν για να βανδαλίσουν, να καταστρέψουν το μέρος και αυτό ήταν όλο“, είπε χαρακτηριστικά ο Ζαχράν.
Το Παρατηρητήριο Εργαζομένων στην Υγεία περιγράφει τα βασανιστήρια Παλαιστίνιων γιατρών σε ισραηλινή κράτηση
Το Παρατηρητήριο Healthcare Workers Watch-Palestine αναφέρει ότι έχει συλλέξει τις μαρτυρίες 10 από τους συνολικά 34 γιατρούς που έχουν συλληφθεί από τις 7 Οκτωβρίου. 99 Παλαιστίνιοι εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας από την Λωρίδα της Γάζας παραμένουν υπό κράτηση.
Ένας νοσηλευτής είπε ότι του είχαν δέσει τα μάτια, του είχαν φορέσει χειροπέδες και τον βασάνιζαν επί πέντε ημέρες πριν απελευθερωθεί, ενώ ένας γιατρός περιέγραψε ξυλοδαρμούς, άσεμνες προσβολές και πράξεις εξευτελισμού, ενώ τον κρατούσαν δεμένο με χειροπέδες έξω στο κρύο.
“Η εσκεμμένη στοχοποίηση γιατρών, νοσηλευτών και παραϊατρικών είναι εντελώς ασυγχώρητη“, ανέφερε ο παρατηρητής. “Είμαστε συγκλονισμένοι από τις συνεχιζόμενες συλλήψεις εργαζομένων στον τομέα της υγείας, πολλοί από τους οποίους απήχθησαν από νοσοκομεία ή ασθενοφόρα εν ώρα υπηρεσίας. Το Ισραήλ επιδεικνύει πλήρη αδιαφορία για την ειδική προστασία που θα έπρεπε να παρέχεται στους εργαζόμενους στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης σε περιόδους συγκρούσεων, επιδίδεται σε επαναλαμβανόμενες, κατάφωρες παραβιάσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου“.
‘Μας χτύπησαν όλους σε ευαίσθητες περιοχές’: η Ερυθρά Ημισέληνος της Παλαιστίνης καταγγέλλει
Η Εταιρεία Ερυθράς Ημισελήνου της Παλαιστίνης (PRCS) μοιράστηκε τη μαρτυρία του Μοχάμεντ Σάλεχ, διασώστη στο κέντρο ασθενοφόρων της PRCS στη συνοικία Τζαμπάλια στη Βόρεια Γάζα, σχετικά με τους ξυλοδαρμούς και τον εξευτελισμό που υπέστησαν ο ίδιος και οι συνάδελφοί του όταν οι ισραηλινές δυνάμεις εισέβαλαν στο κέντρο και τους συνέλαβαν.
“Όλοι μας ταπεινωθήκαμε. Μας χτύπησαν όλους σε ευαίσθητες περιοχές και στο κεφάλι και την πλάτη μας“, δήλωσε ο Σάλεχ. “Οι ισραηλινές δυνάμεις επιτέθηκαν στον συνάδελφό μας Μοχάμαντ Αμπού Ρούκμπεχ. Έχει τραυματιστεί εξαιτίας της επίθεσης και έχει υποστεί εγκαύματα στα πόδια του. Πιθανότατα θα χρειαστεί μεταμόσχευση δέρματος επειδή ένας από τους στρατιώτες της κατοχής πέταξε πέτρες στα πόδια του“.
Η PRCS δήλωσε ότι οι ισραηλινές δυνάμεις συνεχίζουν να κρατούν οκτώ μέλη της ομάδας τους που συνελήφθησαν στο κέντρο ασθενοφόρων της Τζαμπάλια.
Ο πρώην κρατούμενος Μοχάμεντ Ουατζίχ, 21 ετών, αφηγείται την εμπειρία του κατά τις βάρβαρες συλλήψεις από το χωριό Ντέιρ Αμπού Μεσάαλ, κοντά στη Ραμάλα στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη, όπου οι ισραηλινές δυνάμεις συνέλαβαν περισσότερους από 30 Παλαιστίνιους.
“Ήταν πολύ βάρβαρη η επέμβασή τους. Αφού παραβίασαν την πόρτα του σπιτιού, έψαξαν τα πάντα. Κατέστρεψαν την κουζίνα. Πήγαν πάνω και κάτω, έψαξαν όλες τις ντουλάπες. Δεν άφησαν τίποτα“, δήλωσε ο Ουατζίχ.
Ο Νίντα Ιμπραχίμ δήλωσε ότι οι ισραηλινές δυνάμεις πήγαιναν από πόρτα σε πόρτα συλλαμβάνοντας Παλαιστίνιους. Τους έδεσαν τα μάτια, τους έδεσαν τα χέρια και τους πήγαν σε ένα ανοιχτό κτίριο στο δρόμο όπου κρατούνταν για ώρες.
Ο Ουατζίχ είπε ότι τον ανέκριναν για τον αριθμό των ανθρώπων στο σπίτι του και κατέσχεσαν όλα τα τηλέφωνά τους. “Είπαν κάποια προκλητικά λόγια και στη συνέχεια με πέταξαν στη μέση του πουθενά και έκανε πολύ κρύο και μου ζήτησαν να μείνω εκεί“.
Ο κύριος στόχος αυτών των συλλήψεων είναι να ενσταλάξουν φόβο στη νέα γενιά. “Θέλουν να τους δείξουν ότι αν κάποιος θέλει να αντιταχθεί στην κατοχή του Ισραήλ, τότε το αποτέλεσμα θα είναι οι συλλήψεις και ο εκφοβισμός“, είπε.
“Θα ήταν καλύτερα αν μας πυροβολούσαν“: Παλαιστίνιοι αφηγούνται τα βασανιστήρια στις ισραηλινές φυλακές
Πρόσφατα αποφυλακισθέντες κρατούμενοι περιγράφουν με λεπτομέρειες την ταπείνωση, τα βασανιστήρια, τις απειλές για βιασμούς και τις δολοφονίες.
Η απελευθέρωση 240 Παλαιστινίων κρατουμένων και φυλακισμένων κατά τη διάρκεια της πρόσφατης προσωρινής παύσης πυρός μεταξύ του Ισραήλ και των παλαιστινιακών αντιστασιακών οργανώσεων έριξε φως στη σοβαρή επιδείνωση των συνθηκών μέσα στις ισραηλινές φυλακές από την έναρξη του πολέμου. Οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν από τις 7 Οκτωβρίου από την Ισραηλινή Υπηρεσία Φυλακών (IPS), υπό τις οδηγίες του υπουργού Εθνικής Ασφάλειας Ιταμάρ Μπεν Γκβιρ (Itamar Ben Gvir), περιλαμβάνουν τον περιορισμό του φαγητού και του χρόνου προαυλισμού, την κατάσχεση προσωπικών αντικειμένων, την απαγόρευση του ζεστού νερού, των παπουτσιών και των μαξιλαριών και την απαγόρευση των επισκέψεων μελών της οικογένειας και δικηγόρων. Αυτοί οι περιορισμοί, ωστόσο, είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου.
Οι μαρτυρίες που συγκέντρωσε το περιοδικό +972 από Παλαιστίνιους που απελευθερώθηκαν από τις ισραηλινές φυλακές τις τελευταίες εβδομάδες – τόσο στο πλαίσιο της συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός όσο και ανεξάρτητα από αυτήν – δίνουν μια εικόνα από την έξαρση της κακοποίησης και του εξευτελισμού μέσα στα κελιά των φυλακών, στις αίθουσες ανάκρισης και κατά τη διάρκεια των συλλήψεων. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες αυτές, οι ισραηλινές δυνάμεις και οι αρχές των φυλακών έχουν χρησιμοποιήσει μεθόδους βασανιστηρίων, έχουν απειλήσει να βιάσουν μια γυναίκα κρατούμενη και τη μικρή της κόρη και έχουν ξυλοκοπήσει μέχρι θανάτου έναν κρατούμενο – έναν από τους έξι Παλαιστίνιους που έγινε γνωστό ότι πέθαναν υπό ισραηλινή κράτηση από τις 7 Οκτωβρίου.
Σύμφωνα με τη ΜΚΟ για τα ανθρώπινα δικαιώματα HaMoked, μεταξύ των περισσότερων από 7.600 κρατουμένων “ασφαλείας” που βρίσκονται σήμερα σε φυλακές σε όλο το Ισραήλ και την κατεχόμενη Δυτική Όχθη, τουλάχιστον 260 Παλαιστίνιοι χαρακτηρίζονται ως “παράνομοι μαχητές“, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που συμμετείχαν στις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου. Τα μέλη αυτής της ομάδας, λένε οι πρώην κρατούμενοι, κρατούνται σε ένα καθορισμένο τμήμα της φυλακής Ofer, δυτικά της Ραμάλα, και οι συνεχείς κραυγές τους ακούγονται μαζί με το γάβγισμα των σκύλων. Το Ισραήλ αποκρύπτει τα ονόματα και τις συνθήκες κράτησης πολλών από τους κρατούμενους από τη Γάζα και εμποδίζει τους δικηγόρους και τον Ερυθρό Σταυρό να τους επισκεφθούν.
“Ήμουν στη φυλακή για πολλά χρόνια“, λέει ο Καντούρα Φάρες (Qadura Fares), επικεφαλής της Επιτροπής για τις υποθέσεις κρατουμένων της Παλαιστινιακής Αρχής. “Δεν υπήρξε ποτέ κάτι τέτοιο. Άκουσα πράγματα που δεν μπορώ να πιστέψω“.
Σύμφωνα με τον Αμτζάντ Α Νατζάρ (Amjad a-Najjar), από την Παλαιστινιακή Εταιρεία Κρατουμένων, “ο Ben Gvir έχει κηρύξει πόλεμο εναντίον των κρατουμένων. Τα εργαλεία επικοινωνίας είναι τα γκλομπ και οι ξυλοδαρμοί. Ο θάνατος πλανάται πάνω από τις φυλακές, ανάλογα με τις αποφάσεις και τις διαθέσεις των δεσμοφυλάκων”.
Χτυπήθηκε μέχρι θανάτου σε ένα κελί
Στις 18 Νοεμβρίου, η Υπηρεσία Φυλακών ανέφερε τον θάνατο του 38χρονου κρατούμενου Ταέρ Σαμίχ Αμπού Ασάμπ (Thaer Samih Abu Assab), κατοίκου της πόλης Καλκίγια της Δυτικής Όχθης, στο νοσοκομείο Soroka στο νότιο Ισραήλ. Ο Abu Assab είχε εκτίσει 18 χρόνια ποινής 25 ετών στη φυλακή Ketziot στην έρημο Νακάμπ. Η οικογένειά του δεν έχει λάβει περισσότερες πληροφορίες, ενώ δήλωσε ότι δεν έπασχε από κάποια προϋπάρχουσα ασθένεια.
Ο Μαχμούντ Κατνάνι, ένας από τους κρατούμενους που απελευθερώθηκαν στο πλαίσιο της συμφωνίας ανταλλαγής μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς, βρισκόταν στο ίδιο κελί όπου κρατούνταν ο Αμπού Ασάμπ. “Στις 18 Νοεμβρίου, στις 6 μ.μ. κατά τη διάρκεια της καταμέτρησης ασφαλείας, οι δυνάμεις από τη μονάδα ταχείας αντίδρασης της IPS, Keter, άρχισαν να εισβάλλουν στο δωμάτιο. Ήμασταν 10 κρατούμενοι στο δωμάτιο και καθόμασταν όπως συνήθως: γονατιστοί με τα χέρια πάνω από το κεφάλι μας και τα κεφάλια κάτω. Ξαφνικά, οι δυνάμεις μας επιτέθηκαν χωρίς λόγο, χτυπώντας μας με γκλομπ και κλωτσώντας μας”.
“Ο ξυλοδαρμός συνεχίστηκε άγρια”, πρόσθεσε o Κατνάνι. “Έριξαν βίαια τον κρατούμενο Thaer Abu Assab στο πάτωμα και τον έσυραν σε μια γωνία κοντά στο μπάνιο, χτυπώντας τον στο κεφάλι και το σώμα του για αρκετά λεπτά. Στη συνέχεια βγήκαν από το δωμάτιο, αφήνοντας τον Thaer μέσα σε λίμνη αίματος που έτρεχε από το κεφάλι του. Τον πλησιάσαμε και συνειδητοποιήσαμε ότι η καρδιά του είχε σταματήσει να χτυπάει. Τον τραβήξαμε στη μέση του δωματίου – είχε πεθάνει.
“Τον σκεπάσαμε με μια κουβέρτα και αρχίσαμε να ουρλιάζουμε στους φρουρούς για μιάμιση ώρα μέχρι να φτάσουν στο δωμάτιο μια νοσοκόμα, δεσμοφύλακες και μέλη της ίδιας δύναμης“, συνέχισε ο Κατνάνι. “Το σώμα του Αμπού Ασάμπ απομακρύνθηκε. Λίγο αργότερα, ένα μέλος της δύναμης έφτασε και μας ενημέρωσε για τον θάνατό του“.
Οι συνθήκες που περιβάλλουν τους θανάτους πολλών άλλων Παλαιστινίων υπό ισραηλινή κράτηση τους τελευταίους δύο μήνες είναι λιγότερο σαφείς. Δύο Παλαιστίνιοι από τη Γάζα – μεταξύ των οποίων ο 32χρονος εργάτης Μάτζεντ Άχμεντ Ζακούλ (Majed Ahmed Zaqoul) που συνελήφθη εντός του Ισραήλ κάποια στιγμή μετά τις 7 Οκτωβρίου, και ένας άλλος του οποίου τα στοιχεία δεν είναι γνωστά – πέθαναν στο κέντρο κράτησης Anatot λίγο έξω από την Ιερουσαλήμ στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη. Ο Αμπντ Αλ Ραχμάν Άχμεντ Μουχάμαντ Μάρι (Abd al-Rahman Ahmed Muhammad Mar’i), ένας 33χρονος κάτοικος από την πόλη Καραουάτ Μπάνι Χασάν στη βόρεια Δυτική Όχθη, πέθανε στις 13 Οκτωβρίου στις φυλακές Megiddo στο βόρειο Ισραήλ, όπου κρατούνταν από τον Φεβρουάριο χωρίς δίκη.
Ο Ομάρ Χάμζα Νταραγκχμέχ (Omar Hamza Daraghmeh), ένας 58χρονος από την πόλη Τούμπας στη βόρεια Δυτική Όχθη και υψηλόβαθμο μέλος της Χαμάς, συνελήφθη μαζί με τον γιο του Hamza στο σπίτι τους στις 9 Οκτωβρίου. Μεταφέρθηκε από την Anatot στις φυλακές Megiddo στις 23 Οκτωβρίου, όπου δικάστηκε μέσω τηλεδιάσκεψης. Αργότερα την ίδια ημέρα ήταν νεκρός – η Χαμάς κατηγόρησε το Ισραήλ ότι τον δολοφόνησε.
Ο αδελφός του Daraghmeh, Αμπντέλ Χακίμ (Abdel Hakim), δήλωσε: “Ο αδελφός μου ήταν άρρωστος. Λίγο πριν από τη σύλληψή του, του είχαμε κάνει καθετηριασμό στεφανιαίας αρτηρίας με μεταμόσχευση στεντ. Χρειαζόταν καθημερινή φαρμακευτική αγωγή, η πιο κρίσιμη από τις οποίες ήταν ένα αντιπηκτικό για την πρόληψη της θρόμβωσης. Ο αδελφός μου πέθανε στη φυλακή, όπου δεν υπήρχε ούτε ιατρική περίθαλψη ούτε φροντίδα“.
Δολοφονήθηκε από “αμέλεια”
Ο έκτος Παλαιστίνιος που πέθανε υπό ισραηλινή κράτηση από τις 7 Οκτωβρίου είναι ο Αραφάτ Γιασέρ Χαμντάν. Στις 22 Οκτωβρίου, οι ισραηλινές δυνάμεις εισέβαλαν στο σπίτι του στο χωριό Μπέιτ Σίρα, κοντά στη Ραμάλα. Στον Χαμντάν, έναν 25χρονο με διαβήτη και παγκρεατική δυσλειτουργία, πατέρα μιας μικρής κόρης, του πέρασαν χειροπέδες και του έβαλαν μια σακούλα στο κεφάλι μπροστά στη σύζυγο και τη μητέρα του, πριν τεθεί υπό κράτηση. Δύο ημέρες αργότερα, οι ισραηλινές αρχές ενημέρωσαν την οικογένειά του ότι είχε πεθάνει. Έκτοτε η οικογένεια δεν έχει λάβει καμία περαιτέρω πληροφορία.
Ο Σ.Α., ένας 58χρονος από τη νότια Χεβρώνα, ήταν μαζί με τον Χαμντάν την ημέρα που πέθανε. “Το πρωί της 24ης Οκτωβρίου, μας τοποθέτησαν σε ένα όχημα που θα μας μετέφερε από το κέντρο κράτησης Gush Etzion στο στρατιωτικό δικαστήριο του Ofer“, λέει. “Ο Αραφάτ ήταν μαζί μου. Ξαφνικά, κατέρρευσε αναίσθητος μέσα στο όχημα, με το πρόσωπό του χλωμό. Παρά τις εκκλήσεις μας, κανένας από τους στρατιώτες δεν έδωσε σημασία. Μετά από περίπου 10 λεπτά, ένας στρατιώτης έφτασε τελικά κρατώντας ένα μικρό πλαστικό ποτήρι με νερό, το οποίο έδωσε στον Αραφάτ να πιει“, συνέχισε ο Σ.Α.. “Ο στρατιώτης κάθισε τον Αραφάτ στο μπροστινό μέρος του οχήματος. Μετά από άλλα 10 λεπτά, ο στρατιώτης επέστρεψε τον Αραφάτ σε εμάς, αναγκάζοντάς τον να καθίσει στο έδαφος με τα χέρια και τα πόδια του δεμένα με χειροπέδες, όπως και οι υπόλοιποι από εμάς. Η κατάστασή του επιδεινωνόταν“.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, εξήγησε ο Σ.Α., οι άλλοι κρατούμενοι ενημέρωναν επανειλημμένα τους φρουρούς ότι ο Αραφάτ πονούσε πολύ λόγω έλλειψης ζάχαρης – αφού δεν είχε φάει για δύο ημέρες λόγω της κακής ποιότητας του φαγητού που τους είχαν δώσει – και ότι έπρεπε να πάρει τα φάρμακά του. “Κανένας από τους στρατιώτες δεν έδωσε καμία σημασία“, είπε. “Ήταν σαν να μην υπήρχαμε“.
Το όχημά τους έφτασε στη φυλακή Ofer και οι άνδρες μεταφέρθηκαν σε ένα μικρό κελί διαστάσεων 3 επί 4 μέτρων, όπου βρίσκονταν 20 κρατούμενοι. “Ενώ περιμέναμε, συνεχίσαμε να ζητάμε ζάχαρη και νερό για τον Αραφάτ, ο οποίος ήταν ξαπλωμένος στο πάτωμα“, συνέχισε ο Σ.Α. “Τελικά, ένας από τους στρατιώτες έφερε ένα μικρό κομμάτι σοκολάτας – δεν ξεπερνούσε το 1 εκατοστό. Παραμείναμε μέσα στο κελί μέχρι τις 3 μ.μ., ζητώντας συνεχώς ζάχαρη. Έφτασε ένας νοσοκόμος και του είπαμε ότι ο νεαρός είχε χαμηλό σάκχαρο στο αίμα, αλλά ο νοσοκόμος έφυγε και δεν επέστρεψε“.
Τις επόμενες ώρες, οι κρατούμενοι μεταφέρθηκαν σε διαφορετικά τμήματα της φυλακής και σύντομα άρχισε να διαδίδεται ότι ο Χαμντάν είχε πεθάνει. “Δεν υπήρχε ούτε ένα κουταλάκι ζάχαρη για να σωθεί αυτός ο νεαρός άνδρας“, είπε κλαίγοντας ο Σ.A.
‘Θα τους ζητήσω να σε βιάσουν εδώ και τώρα’
Η Λάμα Κχατέρ (Lama Khater), δημοσιογράφος και συγγραφέας από τη Χεβρώνα και μητέρα πέντε παιδιών, συνελήφθη στις 26 Οκτωβρίου στο σπίτι της στην περιοχή Loza, δυτικά της Χεβρώνας. “Δεν μπορούσα να φανταστώ τη σοβαρότητα της κατάστασης“, είπε, περιγράφοντας πώς οι στρατιώτες κατέστρεψαν τα πάντα στο σπίτι της κατά τη διάρκεια της σύλληψης. “Με πήγαν σε ένα στρατιωτικό όχημα όπου με ανάγκασαν να ξαπλώσω στο πάτωμα, με χειροπέδες και δεμένα μάτια. Οι στρατιώτες κάθισαν δίπλα μου μέχρι να φτάσουμε σε μια άγνωστη σε μένα τοποθεσία. Με οδήγησαν σε ένα δωμάτιο“, συνέχισε η Khater. “Μπορούσα να δω με περιορισμένη ορατότητα κάτω από το μαντήλι στα μάτια. Ζήτησα να πάω στην τουαλέτα και να πιω νερό, αλλά η γυναίκα στρατιώτης αρνήθηκε. Ισχυρίστηκαν ότι δεν καταλάβαιναν αραβικά – προσπάθησα να μιλήσω αγγλικά, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Μετά από μια ώρα κράτησης, μου επέτρεψαν να χρησιμοποιήσω την τουαλέτα και ήπια νερό από τη βρύση εκεί. Η γυναίκα στρατιώτης αρνήθηκε να μου επιτρέψει να κλείσω εντελώς την πόρτα της τουαλέτας“.
Μετά από αυτό, η Khater οδηγήθηκε από μια γυναίκα στρατιώτη σε ένα δωμάτιο ανάκρισης, με χειροπέδες και δεμένα ακόμα τα μάτια. Την έβαλαν να καθίσει σε μια καρέκλα και την ανάγκασαν να ακούσει μια ηχογράφηση κάποιου που μιλούσε για “τις φρικαλεότητες που διαπράττει η Χαμάς στις ισραηλινές κοινότητες κοντά στον φράχτη της Γάζας”.
Ο ανακριτής “με ρώτησε τη γνώμη μου για τον βιασμό ενός 10χρονου ισραηλινού κοριτσιού“, θυμάται. “Δήλωσα ότι δεν γνώριζα τίποτα γι’ αυτό. Ο ανακριτής μου φώναξε και με προσέβαλε χρησιμοποιώντας προσβλητικές εκφράσεις. Στη συνέχεια είπε: ‘Θα πρέπει να ξέρεις ότι υπάρχουν 20 στρατιώτες σε αυτό το δωμάτιο – θα τους ζητήσω να σε βιάσουν ακριβώς εδώ’”.
Οι απειλές του ανακριτή συνεχίστηκαν. “Είπε: ‘Το κορίτσι που βιάστηκε μοιάζει με την κόρη σου Yaman, θα μπορούσαμε να φέρουμε την Yaman εδώ και να τη βιάσουμε, θα μπορούσα να πάω στο σπίτι σου και να κάψω τα παιδιά σου ενώ κοιμούνται. Εδώ δεν υπάρχουν νόμοι ή δικαιώματα. Είσαι αιχμάλωτος πολέμου και ελπίζω ότι θα έρθει μια κυβέρνηση που θα μας επιτρέψει να κάνουμε ό,τι θέλουμε με εσάς τους Παλαιστίνιους“.
Σε εκείνο το σημείο, εξήγησε η Khater, ο ανακριτής πήγε κατευθείαν κοντά της και της αφαίρεσε το μαντήλι. Φορούσε πολιτικά ρούχα και μάσκα και τη φωτογράφισε πριν φύγει από το δωμάτιο.
Στη συνέχεια η Khater μεταφέρθηκε στη φυλακή HaSharon στο κεντρικό Ισραήλ. “Μια άλλη γυναίκα κρατούμενη και εγώ υποβληθήκαμε σε σωματικό έλεγχο“, αφηγείται. “Μπροστά από το κελί στο οποίο επρόκειτο να μπούμε, οι φρουροί έβγαλαν έναν κρατούμενο, το πρόσωπο του οποίου ήταν σημαδεμένο με εξογκώματα και φουσκάλες και το σώμα του τυλιγμένο με μια κουβέρτα. Οι φρουροί μιλούσαν μεταξύ τους, σαν να είχε κάποια σοβαρή μολυσματική ασθένεια.
“Τα ρούχα του άνδρα κρατούμενου ήταν πεσμένα στο πάτωμα και το πάτωμα ήταν γεμάτο σάλια. Υπήρχαν δύο στρώματα στο πάτωμα, το ένα από τα οποία έφερε ίχνη από τον εμετό του. Η πόρτα της τουαλέτας ήταν ανοιχτή, εκτεθειμένη στο κελί. Εμείς παραμείναμε όρθιες στο κέντρο του κελιού περιτριγυρισμένες από μια διάχυτη οσμή και υγρασία από την τουαλέτα“.
Οι κρατούμενες παρέμειναν εκεί για περίπου 10 ώρες, χωρίς πρόσβαση σε νερό. Στη συνέχεια, οι φρουροί έφεραν άλλες τέσσερις Παλαιστίνιες κρατούμενες γυναίκες στο μικρό δωμάτιο, οι οποίες, όπως έμαθε η Khater, είχαν συλληφθεί στην οδό Σαλάχ Αλ Ντιν κατά τη διάρκεια της μαζικής αναγκαστικής εξόδου των Παλαιστινίων από το βόρειο τμήμα της Λωρίδας εν μέσω της χερσαίας εισβολής του Ισραήλ. Αυτές οι κρατούμενες, είπε, φορούσαν ανοιχτά καφέ ρούχα, στα οποία ήταν γραμμένο το εβραϊκό γράμμα “ע” – το πρώτο γράμμα της εβραϊκής λέξης για τη Γάζα.
“Οι γυναίκες είχαν χειροπέδες στα χέρια και τα πόδια τους, με ένα σχοινί γύρω από τα χέρια“, αφηγείται η Khater. “Ήταν χωρίς μαντίλες. Τις πήγαν σε ένα ξεχωριστό δωμάτιο. Αργότερα, προσπάθησα να μιλήσω σ’ αυτές μέσα από το παράθυρο της πόρτας. Το πρώτο αίτημα που έκαναν ήταν για μαντίλες. Μία από αυτές είχε αναγκαστεί από τους Ισραηλινούς στρατιώτες να δώσει το 2 μηνών μωρό της, που ήταν μαζί της κατά τη στιγμή της σύλληψης, σε έναν ξένο πριν την προφυλάκιση“.
Από εκεί, η Khater μεταφέρθηκε στις γυναικείες φυλακές Al-Damon και η κακομεταχείριση συνεχίστηκε. “Όλα τα υπάρχοντα των κρατουμένων στα δωμάτια κατασχέθηκαν, αφήνοντας μόνο τα κρεβάτια“, εξήγησε.
‘Αρνήθηκα να φιλήσω την ισραηλινή σημαία και μου έσπασαν τρία πλευρά’
Αρκετοί άλλοι Παλαιστίνιοι που αποφυλακίστηκαν πρόσφατα από τις ισραηλινές φυλακές περιέγραψαν λεπτομερώς την εκτεταμένη κακοποίηση που βίωσαν μέσα σε αυτές. Ο Φάντ Χασάν (Foad Hasan), ένας 45χρονος πατέρας πέντε παιδιών από το χωριό Κούσρα, κοντά στη Ναμπλούς, απελευθερώθηκε στις 12 Νοεμβρίου αφού πέρασε μια εβδομάδα στις φυλακές Megiddo. “Οι συνθήκες στη Μέγκιντο είναι τρομακτικές, αδύνατον να περιγραφούν“, δήλωσε.
“Προσπάθησαν να με αναγκάσουν να φιλήσω την ισραηλινή σημαία και όταν αρνήθηκα, με χτύπησαν τόσο άσχημα που μου έσπασαν τρία πλευρά“, συνέχισε. “Ένας άλλος άνδρας από το Τζαμπάα (Jaba’, ένα χωριό κοντά στην Τζενίν), αρνήθηκε επίσης να φιλήσει την ισραηλινή σημαία και οι δεσμοφύλακες έσπασαν και εκείνου το πόδι και τα πλευρά. Όταν φτάνεις στο Μέγκιντο, σου λένε: ‘Καλώς ήρθατε στην κόλαση’“.
Ο Νασχάατ Νταουμπσέχ (Nashaat Dawabsheh), ένας 17χρονος από τη γειτονιά Σιλουάν της Ιερουσαλήμ, απελευθερώθηκε στις 26 Νοεμβρίου στο πλαίσιο της ίδιας ανταλλαγής ομήρων-κρατουμένων. “Στις 7 Οκτωβρίου, η αρχή των φυλακών πήρε όλα τα υπάρχοντά μας και ό,τι είχαμε στο κελί μας“, δήλωσε. “Μας έμεινε ένα σετ ρούχα, αυτό είναι όλο. Μας χτυπούσαν κάθε μέρα χωρίς κανένα λόγο – βρισιές και εξευτελισμός κάθε μέρα“.
Ο Νασράλα Αλ Ααουάρ (Nasralla al-A’war), ένας άλλος 17χρονος από τη Σιλουάν, ο οποίος απελευθερώθηκε μαζί με τον Dawabsheh στις 26 Νοεμβρίου, δήλωσε ότι “οι δεσμοφύλακες εξαπέλυσαν τα σκυλιά πάνω μας χωρίς φίμωτρο. Μας χτυπούσαν και δεν σταματούσαν να μας βρίζουν και να μας ταπεινώνουν“.
Ο Αμπντελκαντέρ Αλί Αλ Χετνάουι (Abdelkader Ali al-Hethnawi), ένας 46χρονος από την πόλη Καμπατίγια, κοντά στην Τζενίν, δήλωσε ότι συνελήφθη από τις ισραηλινές δυνάμεις στις 30 Οκτωβρίου με την αιτιολογία ότι αναζητούσαν τον ανιψιό του. Τον μετέφεραν στις φυλακές Megiddo, όπου και εκείνος αναγκάστηκε να φιλήσει τη σημαία και δέχτηκε επίθεση από τους φρουρούς.
“Η ζωή είναι σχεδόν ανύπαρκτη μέσα στη φυλακή“, δήλωσε ο al-Hethnawi. “Δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα. Δεν υπήρχαν επιπλέον ρούχα, οπότε αναγκαστήκαμε να φοράμε εσώρουχα αμέσως μετά το πλύσιμό τους, χωρίς να έχουν στεγνώσει. Κάποιες ημέρες νηστεύαμε για να επιτρέψουμε στους ανήλικους κρατούμενους να φάνε περισσότερο φαγητό. Χρονίως άρρωστοι κρατούμενοι, που έπασχαν από παθήσεις όπως η υπέρταση και ο διαβήτης, στερούνταν τα απαραίτητα φάρμακα. Ακόμα και σε όσους τραυματίστηκαν ως αποτέλεσμα επιθέσεων, με σπασμένα χέρια ή δόντια, αρνήθηκαν τη θεραπεία.
Είδα αίμα στα πατώματα των κελιών απομόνωσης“, συνέχισε. “Κάποιοι αντιμετώπισαν βάναυσους ξυλοδαρμούς επειδή δεν έβριζαν τη Χαμάς. Οι φρουροί πατούσαν με τα παπούτσια τους τα κεφάλια των κρατουμένων. Οι κρατούμενοι δέχονταν χτυπήματα στο κεφάλι με ζώνες, ενώ στο σώμα τους έριχναν καυτό και παγωμένο νερό εναλλάξ. Χτυπούσαν επίσης κρατούμενους σε ευαίσθητα σημεία του σώματός τους, ενώ τους έλεγαν: ‘Θα σου στερήσουμε τη δυνατότητα να γίνεις πατέρας’“. Ο Al-Hethnawi ολοκλήρωσε την αφήγησή του κλαίγοντας: “Αν μας είχαν πυροβολήσει και μας είχαν σκοτώσει, θα ήταν καλύτερα από αυτά τα βασανιστήρια“.
‘Έζησα τον εξευτελισμό με κάθε δυνατό τρόπο’
Οι Παλαιστίνιοι βιώνουν αυτές τις μορφές κακοποίησης όχι μόνο μέσα στις φυλακές αλλά και κατά τη διάρκεια των συλλήψεων. Στις 30 Οκτωβρίου, ισραηλινοί στρατιώτες εισέβαλαν στο σπίτι του Μπαράα Χουράινι (Bara’a Huraini) στην πόλη Γιάτα, νότια της Χεβρώνας. Τον υπέβαλαν σε άγριο ξυλοδαρμό μέσα στο σπίτι του και το ίδιο έκαναν στον αδελφό του Χασάν. Χτύπησαν το κεφάλι του στο έδαφος μέχρι να αιμορραγήσει. Στη συνέχεια οι στρατιώτες απομάκρυναν βίαια και τα δύο αδέλφια από το σπίτι.
“Μας έσπρωξαν προς το πλάι του στρατιωτικού τζιπ, δένοντάς μας τα μάτια με ύφασμα“, δήλωσε ο Huraini. “Ο ένας από αυτούς με άρπαξε από τα χέρια και ο άλλος από το παντελόνι μου, με αποτέλεσμα το παντελόνι να πέσει μέχρι τα γόνατά μου. Με πέταξαν στο πάτωμα του τζιπ. Όταν ζήτησα να φορέσω το παντελόνι μου, η απάντηση ήταν ‘Σκάσε’. Οι στρατιώτες έδεσαν σφιχτά τα πόδια μου σε μια πλαστική σφήνα, αφήνοντάς τα έξω από την πόρτα. Καθώς με έσπρωχναν μέσα, ένιωσα ότι το αριστερό μου πόδι είχε παραλύσει.
Οι στρατιώτες άρχισαν να επιβιβάζονται στο τζιπ ενώ με πατούσαν με τα παπούτσια τους“, συνέχισε ο Huraini. “Πριν το όχημα κινηθεί, ένας από αυτούς πίεσε το παπούτσι του στο κεφάλι μου και αυτό συνεχίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής. Στο μεταξύ, με χτυπούσαν σε όλο το υπόλοιπο σώμα μου με τα χέρια τους και τα κοντάκια των όπλων τους. Έζησα τον εξευτελισμό με κάθε δυνατό τρόπο“.
Σύμφωνα με τον Huraini, το τζιπ σταμάτησε μετά από περίπου 20 λεπτά και οι στρατιώτες προσπάθησαν να τον αναγκάσουν να βγει έξω. “Προσπάθησαν να με αναγκάσουν να σηκωθώ για να βγω, αλλά ήμουν εξαντλημένος από τους ξυλοδαρμούς, με αποτέλεσμα να πέσω στο πάτωμα του οχήματος. Οι στρατιώτες με άρπαξαν ξανά και με πέταξαν έξω από το όχημα. Προσγειώθηκα με το πρόσωπό μου και ένιωσα έντονο πόνο. Προσπάθησα να σηκώσω το κεφάλι μου και το μαντήλι έπεσε από τα μάτια μου. Ένας στρατιώτης μου επιτέθηκε, με χτύπησε στο πρόσωπο πριν μου ξαναβάλει το μαντήλι στη θέση του.
Μετά από αυτό, οι στρατιώτες με έσυραν από τα χέρια και τα πόδια μου στο έδαφος μέσα από το χώμα και τα αγκάθια, μέχρι που κάθισα σε μια καρέκλα μέσα σε ένα άλλο όχημα“, συνέχισε ο Huraini. “Ένας από αυτούς σήκωσε το παντελόνι μου και το όχημα ξεκίνησε. Χρειαζόμουν νερό, αλλά η απάντηση ήταν ‘Σκάσε, σκάσε’. Όταν το όχημα σταμάτησε, ο φόβος με κατέλαβε λόγω του έντονου πόνου. Απέφυγα να ζητήσω οτιδήποτε για να μην αντιμετωπίσω άλλον έναν γύρο ξυλοδαρμού“.
Όταν το όχημα σταμάτησε, ο Huraini ρίχτηκε ξανά στο πάτωμα, με τον αδελφό του δίπλα του. “Υπήρχε ένας αξιωματικός των μυστικών υπηρεσιών που μας είπε: ‘Η μεταχείριση έχει αλλάξει, Da’esh [ISIS], δώστε το μήνυμα σε όλους’. Μετά από αυτό, μας άφησαν να φύγουμε και πήγα στο νοσοκομείο, καθώς υπήρχαν πολλές πληγές στο κεφάλι μου”.
Το ανώτατο δικαστήριο του Ισραήλ έχει δώσει το πράσινο φως για την πλήρη καταστολή κάθε πολιτικού δικαιώματος
Στις 2:30 π.μ. της 15ης Νοεμβρίου, οι ισραηλινές δυνάμεις εισέβαλαν σε ένα άλλο σπίτι στη Ντούρα, νότια της Χεβρώνας, και συνέλαβαν την 22χρονη φοιτήτρια πανεπιστημίου Τζενίν Αμρ, μαζί με τον 24χρονο αδελφό της Χαμάμ. “Οι στρατιώτες με πήραν και με έριξαν μπρούμυτα στο πάτωμα του οχήματος και έκαναν το ίδιο με τον αδελφό μου“, αφηγήθηκε η Amr μετά την απελευθέρωσή της. “Το όχημα προχωρούσε μέχρι που οι στρατιώτες έφεραν μια άλλη νεαρή γυναίκα και την έριξαν πάνω μας.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, οι στρατιώτες μας κλωτσούσαν και μας χτυπούσαν με τα κοντάκια των όπλων“, συνέχισε. “Το αυτοκίνητο σταμάτησε στο κέντρο μιας δημόσιας πλατείας κοντά στον καταυλισμό Adoraim, νότια της Χεβρώνας, και οι στρατιώτες μας απομάκρυναν βίαια από το στρατιωτικό όχημα. Έπεσα στο έδαφος και η μαντήλα μου γλίστρησε από το κεφάλι μου. Ο στρατιώτης άρχισε να γελάει, λέγοντας: ‘Φοράς όμορφα χρυσά σκουλαρίκια’. Μόνο μετά από λίγο καιρό μου επέτρεψε να φορέσω ξανά τη μαντήλα μου.
Καθόμασταν στο πάτωμα μέχρι τις 6:30 π.μ.“, συνέχισε η Amr. “Υποστήκαμε λεκτική ταπείνωση από τους στρατιώτες, ενώ μας βιντεοσκοπούσαν με τα τηλέφωνά τους. Μετά από αυτό, μας επιβίβασαν σε ένα λεωφορείο που είχε φτάσει εκεί. Καθώς το λεωφορείο άρχισε να κινείται, ένας από τους στρατιώτες μπήκε μέσα, μιλώντας στα αραβικά με αιγυπτιακή προφορά, και είπε: ‘Τώρα θα σας στείλουμε σε εκτέλεση – ήρθε η ώρα να εκδικηθούμε για την 7η Οκτωβρίου’“. Τα αδέλφια μεταφέρθηκαν σε κέντρο ανάκρισης και αργότερα αφέθηκαν ελεύθερα. Στις 3 Δεκεμβρίου, η Αμρ συνελήφθη ξανά.
Leave a Reply