Όταν πλακώσει ο θάνατος αρχίζει η καταγραφή της ζωής. Νικόλας Άσιμος

“Ονομάζομαι Νικόλας Άσιμος. Ουχί Νίκος ουδέ Νικόλαος. Νικόλας και το “Άσιμος” με γιώτα. Ουχί Ασίμος ουδεμίαν σχέσιν έχω με τον Ισαάκ Ασίμοφ. Τώρα θα μου πεις, γιατί το “Άσιμος” με γιώτα. Γιατί όταν λέμε “ο τάδε είναι άσημος τραγουδιστής. . .”, η λέξη “άσημος” παίζει το ρόλο επιθετικού προσδιορισμού στη λέξη “τραγουδιστής” και γράφεται με ήτα. Ενώ το “Άσιμος” είναι όνομα ή καλύτερα επώνυμο και ουχί ο επιθετικός προσδιορισμός του εαυτού μου”. “Κάποτε θα με διαβάσεις ίσως, θ’ ακούσεις τα τραγούδια μου, θα με κατανοήσεις. Αλλά δε θα ‘μαι πια εγώ. Θα ‘ναι αυτή η μάσκα που φορούν στους πεθαμένους. Όσους τη χρησιμοποιούν μετά το θάνατό τους, όταν οι ίδιοι δεν υπάρχουν. Όσο υπήρχα με φοβόσουν. Όσο υπήρχα δε με άντεχες. Δεν είχες καν τη δύναμη να μείνεις ένα δευτερόλεπτο κοντά, άμα σου το ζητούσα. Θα προτιμούσα να μη με διάβαζες ποτέ. Είναι καλύτερο ν’ αγοράσεις ή να κλέψεις ένα μπλουζάκι με τη φάτσα μου επάνω τυπωμένη. Κι ας σου φαίνεται γελοίο. Κι ας μου φαινόταν γελοίο”.

Τα ξημερώματα της Πέμπτης 17 Μαρτίου 1988 κρεμάστηκε από σωλήνα ύδρευσης στην “υπόγα” του, όπως την αποκαλούσε. Ήταν 38 ετών.

Τη δεκαετία του ’80 στην πλατεία Εξαρχείων και στο λόγο του Στρέφη κυκλοφορούσαν άνθρωποι πραγματικά ασυμβίβαστοι σαν τον Νικόλα και όχι καρνάβαλοι δήθεν “ελευθεριακοί” που ήρθαν στα Εξάρχεια για να ζήσουν ως “κάτοικοι” της γειτονιάς τους (τίτλος-ιδιότητα συνώνυμο της γελοιότητας) μια ζωή ήσυχη, οικογενειακή και πολιτισμένη. Καθότι, γιατί επέλεγε κανείς διαχρονικά ως χώρο κατοικίας, συνάντησης, δουλειάς, συντροφικότητας, αγώνα τη συγκεκριμένη συνοικία; Μα φυσικά για το μοναδικό φυσικό περιβάλλον του, τον καθαρό αέρα του, τον καταπράσινο λόφο του, την άγρια πανίδα του, (μάλλον στους “λύκους των Εξαρχείων” αναφέρονται), τα αμέτρητα παιδάκια που έπαιζαν χαρούμενα στην πλατεία με περήφανους γονείς να τα θαυμάζουν, την κυκλοφορία με ποδήλατο αποκλειστικά, τον πολιτισμό των γκαλερί, των “καλλιτεχνών” παντός καιρού με το αζημίωτο, τα πολυτελή αρχιτεκτονικά γραφεία, τα ανθοπωλεία με τους σπάνιους κάκτους και παχύφυτα, τους μορφωμένους ταξιδευτές από όλο τον κόσμο, τα design εμπορικά με ρούχα και παπούτσια, μ’ ένα λόγο μια γειτονιά-πρότυπο χαλαρότητας, ηρεμίας και πολιτισμού χωρίς βάρβαρους “μπάχαλους” κουκουλοφόρους και ατμόσφαιρα μολυσμένη από τα χημικά των μπάτσων και τα σάλια των ρουφιάνων.

Ήδη από τότε ο Άσιμος χαρακτήριζε μικροαστούς τους Εξαρχιώτες, ενώ είχε νοικιάσει ένα χώρο στην Καλλιδρομίου 55, το γνωστό “μαγαζάκι”, όπου εκεί ηχογραφούσε τα “παράνομα” τραγούδια του, τα οποία σήμερα παίζει σχεδόν όλη μέρα ο ραδιοσταθμός “στο Κόκκινο”, ο κόσμος του οποίου έχει πλέον στέκι του τα Εξάρχεια. Ε ρε και μπορούσε να δει σήμερα ο Νικόλας την υπερξεφτίλα που επικρατεί.

“Άτριχέ μου πίθηκε η αυγή δείχνει τα τσιμέντα, μένει η ύπαρξή σου ορφανή, μένει και η πατέντα, που σου επέβαλε να μείνεις αριθμός…”, έγραφε σχεδόν σαράντα χρόνια πριν. Δεκαεφτά-δεκαοχτώ χρόνων τότε, περνούσα μπροστά από τον ίδιο, το τραπεζάκι του με τις κασέτες ή την υπόγα του, αλλά ντρεπόμουν να του μιλήσω, άλλες εποχές, άλλοι κώδικες, άλλοι άνθρωποι. Κάθε φορά που περνάω από την Καλλιδρομίου, και περνάω συχνά, μόνο αυτά τσακίζουν το μυαλό μου.

“Λοιπόν τι κάνουμε εδώ, και πότε θα αλλάξει ο Κόσμος…;”

Be the first to comment

Leave a Reply

Your email address will not be published.


*